- αποχρωσις
- ἀπόχρωσιςἀπό-χρωσις-εως ἥ уменьшение яркости красок
ἀ. σκιᾶς Plut. — светотень в красках
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀ. σκιᾶς Plut. — светотень в красках
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποχρώσης — ἀπόχρωσις laying on colour fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀποχράω suffice pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόχρωσιν — ἀπόχρωσις laying on colour fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόχρωση — η (Α ἀπόχρωσις) βαθμιαία μετάβαση από βασικό χρώμα σε άλλο ή από σκούρο σε ανοιχτό νεοελλ. 1. παραλλαγή βασικού χρώματος 2. «απόχρωση ήχου» ήχος που έχει μικρή διαφορά από τον βασικό 3. «απόχρωση φωνής» φωνή που έχει μικρή διαφορά από τη φυσική,… … Dictionary of Greek
ἀποχρώσῃ — ἀποχρώσηι , ἀπόχρωσις laying on colour fem dat sg (epic) ἀποχράω suffice pres part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)